σωματουργία

σωματουργία
σωμᾰτουργ-ία, ,
A = σωματοποιία, Herm. ap. Stob.1.49.69, Porph.Antr.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σωματουργίᾳ — σωματουργίᾱͅ , σωματουργία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματουργία — ἡ, ΜΑ [σωματουργός] σωματοποιΐα* …   Dictionary of Greek

  • σωματουργίας — σωματουργίᾱς , σωματουργία fem acc pl σωματουργίᾱς , σωματουργία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματουργίαν — σωματουργίᾱν , σωματουργία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”